ξώλαμπρα

ξώλαμπρα
επίρρ. βλ. εξώλαμπρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • (ε)ξώλαμπρα — επίρρ., αφού περάσει η Λαμπρή, τις πρώτες ημέρες μετά το Πάσχα, απόπασχα, εξώπασχα. ξώλαμπρα επίρρ. χρον., μετά τη Λαμπρή, ξώπασχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξώλαμπρα — και ξώλαμπρα επίρρ. τις πρώτες μέρες μετά το Πάσχα …   Dictionary of Greek

  • απόλαμπρα — επίρρ. χρον., μετά το Πάσχα, ξώλαμπρα: Απόλαμπρα λογαριάζουμε να κατεβούμε στην Αθήνα να δούμε τα παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”